-
1 προαγωγής
προαγωγεύςmasc nom plπροαγωγεύςmasc nom /voc plπροαγωγήleading on: fem gen sg (attic epic ionic) -
2 προαγωγῆς
προαγωγεύςmasc nom plπροαγωγεύςmasc nom /voc plπροαγωγήleading on: fem gen sg (attic epic ionic) -
3 προ-αγωγή
προ-αγωγή, ἡ, Fortführung, Beförderung zu Ehrenstellen; Pol. 6, 8, 4. 15, 37, 5 u. öfter, wie Plut. u. a. Sp.; – ἐκ προαγωγῆς φίλος, nach Umständen, der, wie es die Gelegenheit giebt, bald Freund, bald Feind ist, Dem. 23, 174, wo er selbst hinzusetzt ὅπως ἂν ὑμᾶς δύνασϑαι νομίσῃ, οὕτω πρὸς ὑμᾶς εὐνοίας ἔχοντα; Harpocr. erkl. ἀντὶ τοῦ πρὸς ἀνάγκην καὶ οὐκ ἐκ φύσεως οὐδὲ ἁπλοϊκῶς.
-
4 προ-αναγκάζω
προ-αναγκάζω, vorher zwingen, nöthigen, Harpocr. v. ἐκ προαγωγῆς.
-
5 προαγωγη
ἥ1) высокое звание, высокая должность(ἀξίαι καὴ προαγωγαί Plut.)
2) ход событийἐκ προαγωγῆς φίλος Dem. — случайный, т.е. ненадежный друг
-
6 προαγωγή
προᾰγωγ-ή, ἡ,A leading on, promotion, Posidon.36J., Arch.Pap.6.18; rank, eminence, Plb.6.8.4 (pl.), 15.34.5;ἡ χιλιάρχων τάξις καὶ π. D.S.18.48
;προαγωγῆς τυχεῖν ἐν τῇ αὐλῇ Arr.Epict.4.13.14
, cf. Plu.2.466c(pl.), Cat. Cod.Astr.2.198 (pl.); ἐν π. τινὰ ποιεῖσθαι promote him, J.AJ15.1.1: metaph.,ὁ θεωρητικὸς βίος π. ἀγῶνος τελειοτέρου Ph.1.551
, cf. 2.42.III preference, Stoic.3.35.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προαγωγή
-
7 προαναγκάζω
A compel beforehand, Harp. s.v. ἐκ προαγωγῆς ([voice] Pass.), Them.Or.6.74b.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προαναγκάζω
-
8 προσαγωγή
προσᾰγωγ-ή, ἡ,A bringing to, πρὸς τὴν τῆς τροφῆς π. for the purpose of bringing the food to the mouth, Arist.PA 687b26;οἰκοδόμῳ εἰς π. πλίνθου PCair.Zen.176.14
(iii B.C.).2 bringing up, μηχανημάτων, ὀργάνων, Plb.1.48.2 (pl.), 14.10.9(pl.); ποιεῖσθαι τὴν π., much like our phrase 'to make approaches', Id.9.41.1.3 a bringing over, acquisition,ξυμμάχων Th.1.82
; ἐκ π. φίλος a friend under compulsion, D.23.174 (ἐκ προαγωγῆς Harp.
).II solemn approach, as at festivals or in supplication, Hdt.2.58(pl.).2 approach, access, introduction to a person, esp. to a king's presence, X.Cyr.7.5.45, cf. Ep.Rom.5.2, Ep.Eph.2.18, etc.3 π. νεῶν a place for ships to put in, Plb.10.1.6, cf. D.S.13.46, Plu.Aem.13.4 attack, Aen.Tact. 10.23(pl.).5 addition, of food, opp. ἀφαίρεσις, Hp.Insomn.89; by gradual additions, gradually,Id.
Acut.11, Thphr. HP3.10.5, etc.; opp. ἀθρόος, Arist.Pol. 1308b16; ἐκ π. καὶ κατὰ μικρόν ib. 1306b14, cf. 1315a13; opp. ἐξαίφνης, Id.Mete. 368a7; τόποι ὑψηλοὶ ἐκ π. rising gradually to a height, ib. 350b22.2 increase of rent, PTeb.72.449 (ii B. C.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προσαγωγή
-
9 προαγωγή
προ-αγωγή, ἡ, Fortführung, Beförderung zu Ehrenstellen; ἐκ προαγωγῆς φίλος, nach Umständen, der, wie es die Gelegenheit gibt, bald Freund, bald Feind ist
См. также в других словарях:
προαγωγῆς — προαγωγεύς masc nom pl προαγωγεύς masc nom/voc pl προαγωγή leading on fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αγώνας — Οι αρχαίοι ονόμαζαν στην αρχή α. τον τόπο συνάθροισης των πολιτών· αργότερα η λέξη κατέληξε να σημαίνει τον αθλητικό διαγωνισμό που γινόταν σε αυτό τον τόπο μπροστά στον λαό. Υπήρχαν α. διαφόρων ειδών και σε μερικές πόλεις τελούνταν ακόμα και… … Dictionary of Greek
ευθύνη — (Νομ.). Ο όρος σημαίνει τη κατάσταση στην οποία βρίσκεται ένα άτομο που παραβίασε μια συμβατική υποχρέωση ή προκάλεσε ζημία με κάποια πράξη ή παράλειψή του αντίθετη είτε στον νόμο είτε στα ιδιαίτερα καθήκοντά του. Η έννοια της ε. έχει διάφορες… … Dictionary of Greek
ιμπεριαλισμός — Η τάση για επέκταση της πολιτικής και οικονομικής επιρροής ενός κράτους σε άλλες χώρες, κυρίως με τη χρησιμοποίηση της στρατιωτικής του ισχύος. Ήδη από την αρχαιότητα παρατηρείται συχνά το φαινόμενο ένας λαός να διεκδικεί να υποτάξει άλλους. Όμως … Dictionary of Greek
προβιβάσιμος — η, ο, Ν (κυρίως στη φρ.) «προβιβάσιμος βαθμός» βαθμός που παρέχει στους μαθητές τη δυνατότητα προαγωγής σε ανώτερη τάξη. [ΕΤΥΜΟΛ. < προβίβασις. Η λ. μαρτυρείται από το 1860 στον Λ. Μελετόπουλο] … Dictionary of Greek
συζητητικός — ή, ό / συζητητικός, ή, όν, ΝΑ [συζητῶ] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη συζήτηση («συζητητικὸς τρόπος» ο τρόπος διεξαγωγής συζήτησης, Φιλόδ.) νεοελλ. 1. (για πρόσ.) αυτός που έχει διαλεκτική δεινότητα, ικανός ή επιδέξιος στη συζήτηση 2. φρ.… … Dictionary of Greek
Ακαδημία ή Ακαδήμεια — Προάστιο της αρχαίας Αθήνας, στον έξω Κεραμεικό, κοντά στην όχθη του Κηφισού στα νότια του Ιππίου Κολωνού (βλ. λ. Κολωνός). Το όνομά του το πήρε από τον πρώτο του οικιστή, τον ήρωα Ακάδημο (ή Εκάδημο). Η Α. ήταν ιερό άλσος, που το τείχισε τον 6ο… … Dictionary of Greek
Άλενμπι, Έντμουντ Χένρι — (Edmund Henry Allenby, Λονδίνο 1861 1936). Άγγλος στρατιωτικός. Kατατάχθηκε στον στρατό το 1879 και πήρε μέρος στις εκστρατείες της Αφρικής, ιδίως εναντίον των Μπόερς. Το 1914 πολέμησε επικεφαλής μεραρχίας ιππικού στη Γαλλία και την περίοδο 1915… … Dictionary of Greek
δημόσιος λειτουργός — Κάθε πρόσωπο που συνεργάζεται συστηματικά για τη λειτουργία των δημόσιων υπηρεσιών, είτε είναι δημόσιος υπάλληλος είτε όχι, όπως, για παράδειγμα, οι στρατιώτες, οι ένορκοι, οι δικηγόροι, οι ιδιώτες μέλη επιτροπών, συμβουλίων, εθελοντές ή τιμητικά … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Εκπαίδευση — Η ΠΡΟΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΟΙ ΜΕΓΑΛΟΙ ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΙ ΤΟΥ ΓΕΝΟΥΣ Είναι οι λόγιοι της προεπαναστατικής περιόδου (β΄ μισό 18ου αιώνα μέχρι την κήρυξη της επανάστασης) οι οποίοι, προσβλέποντας στην πνευματική αναγέννηση του Γένους, που θα έφερνε και την… … Dictionary of Greek
Προκόπιος — I Oνομασία αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Καταγόταν από την Ιερουσαλήμ και έδρασε επί Διοκλητιανού (284 – 305). Με τη μεσιτεία της μητέρας του, η οποία ήταν εθνική, διορίστηκε σε διοικητική θέση στην Αλεξάνδρεια, όπου του ανέθεσαν τον… … Dictionary of Greek